κριθῆις

κριθῆις
κρῐθῇς , κρίνω
separate
aor subj pass 2nd sg
κρῑθῇς , κριθάω
to be barley-fed
pres subj act 2nd sg (doric)
κρῑθῇς , κριθάω
to be barley-fed
pres ind act 2nd sg (doric)
κρῑθῇς , κριθάω
to be barley-fed
pres subj act 2nd sg (epic ionic)
κρῑθῇς , κριθή
barleycorns
fem dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κριθηίς ή Κρηθηίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν η μητέρα του Ομήρου. Καταγόταν από την Ίο και την αποπλάνησε ένας Δαίμονας, από τους συνοδούς των Μουσών. Έφυγε τότε από το νησί της και στον δρόμο κατάλαβε ότι ήταν έγκυος. Εν τω μεταξύ, την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”